σαραντάμερο

σαραντάμερο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαραντάμερο" в других словарях:

  • σαραντάμερο — και σαρανταήμερο, το, Ν 1. χρονική περίοδος σαράντα ημερών 2. εκκλ. η νηστεία πριν από τα Χριστούγεννα, η οποία διαρκεί 40 ημέρες από τις 15 Νοεμβρίου ώς τις 25 Δεκεμβρίου 3. παροιμ. «σαραντάμερο σαραντάγνωμο» λέγεται για να δηλώσει τις άστατες… …   Dictionary of Greek

  • σαρανταήμερο — σαρανταήμερο, το και σαραντάμερο, το περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»