σαραντάμερο
Смотреть что такое "σαραντάμερο" в других словарях:
σαραντάμερο — και σαρανταήμερο, το, Ν 1. χρονική περίοδος σαράντα ημερών 2. εκκλ. η νηστεία πριν από τα Χριστούγεννα, η οποία διαρκεί 40 ημέρες από τις 15 Νοεμβρίου ώς τις 25 Δεκεμβρίου 3. παροιμ. «σαραντάμερο σαραντάγνωμο» λέγεται για να δηλώσει τις άστατες… … Dictionary of Greek
σαρανταήμερο — σαρανταήμερο, το και σαραντάμερο, το περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)